Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

(τοῦ σίτου

См. также в других словарях:

  • Ἡ ἐπιθυμία τοῦ σίτου ὄψον. — ἡ ἐπιθυμία τοῦ σίτου ὄψον. См. Голод лучший повар …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σίτου, νόμοι — (corn laws αγγλικά). Ονομασία που δόθηκε στη νομοθεσία που εφαρμόστηκε στην Αγγλία για τέσσερις και περισσότερο αιώνες (από το 1436 ως το 1846) στο εμπόριο των σιτηρών για προστατευτικούς σκοπούς. Στα εισαγόμενα δημητριακά επιβάλλονταν αρκετά… …   Dictionary of Greek

  • σίτου — σί̱του , σῖτος grain masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρωτεΐνες — Οργανικές αζωτούχες ουσίες με μεγάλο μοριακό βάρος, οι οποίες σχηματίζονται με την ένωση πολλών μορίων αμινοξέων συνδεδεμένων με δεσμούς αμιδικού τύπου. Οι π. αναγνωρίστηκαν ως τα ουσιώδη αζωτούχα συστατικά του πρωτοπλάσματος από τον Μούλντερ… …   Dictionary of Greek

  • σκώρος — Όνομα που δίνεται, υπό περιορισμένη έννοια, στα μικρολεπιδόπτερα της οικογένειας των Τινεϊδών, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις μικρές διαστάσεις, τις ξεθωριασμένες αποχρώσεις και προπάντων από την καταστρεπτική δραστηριότητα των προνυμφών τους,… …   Dictionary of Greek

  • δαυλίτης — Ασθένεια των σιτηρών, η οποία προκαλείται από έναν βασιδιομύκητα (τιλέτια του σίτου)και είναι μία από τις πιο βλαβερές για το σιτάρι. Η μόλυνση γίνεται τη στιγμή της βλάστησης του σπόρου, από τα χλαμυδοσπόρια του μύκητα, που βρίσκονται πάνω στον… …   Dictionary of Greek

  • πυραμητός — ὁ, Α 1. η εποχή τού θερισμού τού σίτου 2. ο θερισμός τού σίτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρός «σίτος» + ἀμητός/ ἄμητος «ο καιρός τού θερισμού» (< ἀμῶ «θερίζω»)] …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • PATRIMONIUM — proprie quod nobis a Parentibus relictum est et a Maioribus obtingit, Cicer. l. 2. Ep. Famil. ad Caelium: adeoque res ipsas nobis relictas. sicut Hereditas ius a Patre relictum, denotat, Idem de Offic. l. 1. Varie sumitur apud ICtos, ut vulgarem… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»